Κορυφή | |
Δόντι ή βελόνα | αιχμηρή κορυφή. (Πύργος: Δόντι με σχετικά επίπεδη κορυφή. βλ. Μετέωρα). |
Διάσελο | το σχεικά ομαλό κομμάτι που ενώνει δύο κορυφές. |
Κορυφογραμμή | Η νοητή γραμμή του βουνού που περιέχει διαδοχικά τα ψηλοτερά του σημεία. (κορφές, διάσελα κ.λ.π.). |
Ορθοπλαγιά | το σχετικά όρθιο κομμάτι μιας πλαγιάς (γκρεμός). |
Πυλώνας - Πιλιέ | Το κομμάτι της ορθοπλαγιάς που εξέχει σαν τεράστιος κεκλιμένος στύλος και φαίνεται να τη στηρίζει. |
Κόψη | η κεκλιμένη τομή δύο ορθοπλαγιών διαφορετικού προσανατολισμού. |
Σπιρούνι | Πυλώνας που σεν φτάνει μέχρι την κορυφή της ορθοπλαγιάς και σχηματίζει δικιά του κορφή μπρός από αυτή. |
Λούκι - κολουάρ | ο ανηφορικός έως όρθιος διάδρομος σε μιά οροπλαγιά. Συνήθως βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πυλώνες ή ανάμεσα σε ένα πυλώνα και μιά κόψη. |
Λαιμός | ομαλή σχετικά οριζόντια κόψη. |
Χτένι | πριονοτή σχετικά οριζόντια κόψη. |
Λυρί | μικρός λαιμός. |
Σαμαράκι | μέρος του λαιμού, του χτενιού ή του λυριού που μοιάζει με σαμάρι. |
Κοιλάδα | σχετικά οριζόντια περιοχή με ορθοπλαγιές τριγύρω. |
Οροπέδιο | πεδινή έκταση πάνω στο βουνό. |
Πλατό ή πλάτωμα | μικρό οροπέδιο. |
Λάκκα | βαθύ κοίλωμα του εδάφους (δολίνη ή λεκάνη απορροής). |
Ζωνάρι | σχετικά οριζόντιο κομμάτι ή διάδρομος, σαν σκαλί πάνω στην ορθοπλαγιά. |
Πόρτα | Στενό πέρασμα ανάμεσα σε δυο διαφορετικές περιοχές ενος βουνού. |
Σχίσμα | η διακοπή μιας κόψης, χτενιού ή λαιμού από φαρδιά σχισμή που κατεβαίνει αρκετά χαμηλά. |
Σάρα | το κομμάτι της ομαλής πλαγιάς που σχηματίζεται από τα κινητά συντρίμια (λατύπες) της ορθοπλαγιάς. |
Παγετώνας | Μια τεράστια μάζα αιώνιου πάγου που συνήθως καταλαμβάνει το χώρο μιας κοιλάδας και προχωρά προς τα κάτω με ρυθμό μερικών μέτρων ετησίως. |
Σεράκ | Το ακραίο κομμάτι του παγετώνα που βρίσκεται πάνω από γκρεμό. |
Κρεβάς | ρωγμή πάνω στον παγετώνα. |
Ριμέ | Χαρακτηριστική σχισμή μεταξύ του παγετώνα και της ορθοπλαγιάς είτε αυτή είναι από βράχο είτε από χιόνι και πάγο. |
Κορνίζα | Εξώστης που σχηματίζεται από χιόνι στο πάνω μέρος της ορθοπλαγιάς. |