Αβιος |
αυτός που δεν έχει ζωή. |
Αβιοτικό περιβάλλον |
το σύνολο των αβιοτικών παραγόντων του φυσικού περιβάλλοντος (έδαφος, νερό, ατμόσφαιρα). Οι βιότοποι. |
Αβιοτικό σύστημα |
το σύνολο των μη ζώντων συστατικών ενός οικοσυστήματος (νερό, ανόργανες ουσίες, υγρασία, φως, θερμοκρασία, κ.ά.). Ο βιότοπος. |
Άγρια ζωή |
τα μη εξημερωμένα σπονδυλωτά ζώα (εκτός από τα ψάρια), δηλαδή αμφίβια, ερπετά, πτηνά και θηλαστικά. |
Αερόβιος |
ο οργανισμός που είναι προσαρμοσμένος να ζει στον αέρα και μόνο με την παρουσία ελεύθερου οξυγόνου. |
Αισθητικό δάσος |
χαρακτηρίζεται έτσι ένα δάσος ή φυσικό τοπίο που έχει τέτοια ιδιαίτερη αισθητική, υγιεινή και τουριστική σημασία, ώστε να επιβάλλεται η προστασία της πανίδας, της χλωρίδας και του ιδιαίτερου φυσικού κάλλους του. Βλ. Και προστατευόμενα τοπία. |
Αλληλεπίδραση |
η αμοιβαία επίδραση μεταξύ παραγόντων βιοτικών, αβιοτικών ή βιοτικών-αβιοτικών. |
Αμοιβαιότητα |
η αλληλεξάρτηση (θετική) ειδών κατά τέτοιο τρόπο, ώστε εάν διαχωριστούν να μη μπορούν να επιζήσουν μόνα τους. |
Αναδάσωση |
δημιουργία δάσους σε περιοχή που έχει εξαφανιστεί η δασική της βλάστηση. |
Ανακύκλωση (ανακύκληση) |
η ειδική επεξεργασία χρησιμοποιημένων και φαινομενικά άχρηστων υλικών για επαναχρησιμοποίησή τους (χαρτί, γυαλί, μέταλλα). |
Ανάπτυξη |
οι ποιοτικές μεταβολές ενός οργανισμού ή μέρους αυτού κατά τη διάρκεια του βιολογικού του κύκλου. |
Ανθρώπινο περιβάλλον |
το περιβάλλον που ανήκει, αναφέρεται, ή αρμόζει στον άνθρωπο. Το φυσικό και το τεχνητό περιβάλλον, αλλά και όλοι οι άνθρωποι. |
Ανθρωπογενές περιβάλλον |
οτιδήποτε έχει δημιουργήσει και προσθέσει ο άνθρωπος στο φυσικό περιβάλλον. Λέγεται και τεχνητό περιβάλλον. |
Ανταγωνισμός |
η αλληλεπίδραση (αρνητική) ειδών κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να είναι αδύνατη η χωρίς βλάβη συνύπαρξή τους. |
Αντιπυρική ζώνη |
φυσική ή τεχνητή λωρίδα εδάφους που διασχίζει ένα δάσος και από την οποία έχει απομακρυνθεί, ολικά ή μερικά, η δασική βλάστηση (που μπορεί να καεί),εμποδίζοντας έτσι την εξάπλωση της φωτιάς. |
Απόβλητα |
κάθε ποσότητα ρύπων (ουσιών, θορύβου, ακτινοβολίας, ή άλλων μορφών ενέργειας) σε οποιαδήποτε φυσική κατάσταση, ή αντικειμένων από τα οποία ο κάτοχός τους θέλει ή πρέπει ή υποχρεούται να απαλλαγεί, εφόσον είναι δυνατό να προκαλέσουν ρύπανση (βιομηχανικά, χημικά, πυρηνικά κ.ά. Απόβλητα). |
Απόβλητο |
οποιαδήποτε ουσία στερεή, υγρή ή αέρια που είναι άχρηστη για τον οργανισμό ή για το σύστημα που την παράγει. |
Αποψίλωση |
η πλήρης καταστροφή της βλάστησης. |
Βιο- |
πρώτο συνθετικό όρων που σημαίνει ζωή και γενικά ότι έχει σχέση με οργανισμούς. |
Βιοκοινότητα |
το σύνολο των φυτικών και ζωικών οργανισμών που συνυπάρχουν σε ένα βιότοπο. Το βιοτικό μέρος του οικοσυστήματος. |
Βιοκοινωνία |
σύνολο ομοειδών οργανισμών (φυτικών ή ζωικών) που συνυπάρχουν σε ένα βιότοπο και βρίσκονται σε ισόρροπη και αυτορυθμιζόμενη αλληλεξάρτηση. |
Βιόκοσμος |
το σύνολο των έμβιων όντων μιας ορισμένης περιοχής. |
Βιολογία |
η επιστήμη που μελετά τα φαινόμενα της ζωντανής ύλης. |
Βιολογική εξέλιξη |
η ανάπτυξη όλων των ζωντανών οργανισμών από μία απλή κατάσταση σε μία πιο σύνθετη, μέσω βαθμιαίων αλλαγών. |
Βιολογικός καθαρισμός |
η τεχνική καθαρισμού των λυμάτων από τις οργανικές ουσίες που περιέχουν, πριν την απόρριψή τους στο περιβάλλον. |
Βιολογικός κύκλος |
το σύνολο των σταδίων και φάσεων από τα οποία περνά ένας φυτικός ή ζωικός οργανισμός. |
Βιομάζα |
το ολικό ποσό της ζωντανής ύλης (φυτομάζα και ζωομάζα) σε ένα συγκεκριμένο οικοσύστημα ή περιοχή. |
Βιόσφαιρα |
το τμήμα της γήινης σφαίρας (ξηρά - θάλασσα - αέρας) όπου οι φυσικοχημικές συνθήκες επιτρέπουν την ύπαρξη ζωής. |
Βιοτικό περιβάλλον |
το σύνολο των βιοτικών παραγόντων του φυσικού περιβάλλοντος (φυτά - ζώα). Οι βιοκοινότητες. |
Βιοτικό σύστημα |
το σύνολο των ζώντων στοιχείων ενός οικοσυστήματος (φυτά-ζώα). Η βιοκοινότητα. |
Βιότοπος |
ο χώρος μέσα στον οποίο ζουν και αναπαράγονται τα μέλη μιας βιοκοινωνίας. Το αβιοτικό μέρος του οικοσυστήματος, δηλαδή το ανόργανο περιβάλλον (έδαφος - νερά - ατμόσφαιρα).
|
Βοσκότοπος |
έκταση στην οποία αναπτύσσεται βλάστηση (ποώδης, ή ξυλώδης με θαμνώδη μορφή ή και μικτή) που αποτελεί τροφή για ήμερα και άγρια ζώα. |
Δασοκομία |
κλάδος της δασολογίας που ασχολείται με τη φροντίδα του δάσους. |
Δασολογία |
επιστήμη που ασχολείται με τη σύσταση, διατήρηση, καλλιέργεια, και εκμετάλλευση των δασών. |
Δασοπονία |
κλάδος της δασολογίας που ασχολείται με την περιποίηση και την κατάλληλη εκμετάλλευση των δασών./TD> |
Δάσωση |
δημιουργία (φυσική ή τεχνητή) δάσους σε περιοχή στην οποία δεν υπήρχε προηγουμένως δάσος. |
Διατήρηση |
το σύνολο των ενεργειών (μέθοδοι, χειρισμοί, φροντίδες) του ανθρώπου ώστε να εξασφαλίζεται η καλύτερη δυνατή απόδοση και η πλήρης και συνεχής λειτουργία των οικοσυστημάτων (σταθερή και υψηλή απόδοση των ανανεώσιμων φυσικών πόρων και αποφυγή σπατάλης των μη ανανεώσιμων). |
Διατηρητέα μνημεία της φύσης |
κηρύσσονται περιοχές που παρουσιάζουν ιδιαίτερη παλαιοντολογική, γεωμορφολογική και ιστορική σημασία, καθώς και δέντρα ή συστάδες δέντρων, υγροβιότοποι ή και σπάνια είδη φυτών με ιδιαίτερη βοτανική, φυτογεωγραφική, αισθητική και ιστορική σημασία. Βλ. Και προστατευόμενοι φυσικοί σχηματισμοί. |
Δομημένο περιβάλλον |
το σύνολο των οικοδομικών έργων του ανθρώπου. Αποτελεί τμήμα του τεχνητού περιβάλλοντος. |
Εγκλιματισμός |
η προσαρμογή ή η αύξηση της ανοχής που δείχνει ένα είδος κατά τη διάρκεια αρκετών γενεών ώστε να μπορεί να ζει, τουλάχιστον για ένα μέρος του βιολογικού του κύκλου, σε μια περιοχή στην οποία κανονικά δε θα μπορούσε να επιβιώσει. |
Εθνικά πάρκα |
χαρακτηρίζονται έτσι εκτεταμένες χερσαίες, υδάτινες ή μικτού χαρακτήρα περιοχές, οι οποίες παραμένουν ανεπηρέαστες, ή έχουν ελάχιστα επηρεαστεί από τις ανθρώπινες δραστηριότητες και στις οποίες διατηρείται μεγάλος αριθμός και ποικιλία αξιόλογων βιολογικών, οικολογικών, γεωμορφολογικών και αισθητικών στοιχείων. 'Όταν το εθνικό πάρκο, ή μεγάλο τμήμα του καταλαμβάνει θαλάσσια περιοχή, ή εκτάσεις δασικού χαρακτήρα, μπορεί να χαρακτηρίζεται ειδικότερα ως θαλάσσιο πάρκο ή εθνικός δρυμός. |
Εθνικοί δρυμοί |
βλ. Εθνικά πάρκα.ή(για τους υπάρχοντες εθνικούς δρυμούς) κηρύσσονται δασικές περιοχές οι οποίες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, από την άποψη διατήρησης της άγριας χλωρίδας και πανίδας, των γεωμορφικών σχηματισμών του υπεδάφους, της ατμόσφαιρας, των υδάτων και γενικώς του φυσικού περιβάλλοντός τους και των οποίων επιβάλλεται η προστασία, η διατήρηση και η βελτίωση της σύνθεσης, της μορφής και των φυσικών καλλονών τους, για αισθητική, ψυχική και υγιεινή απόλαυση και ανάπτυξη του τουρισμού, ως και η διενέργεια πάσης φύσεως επιστημονικών ερευνών. |
Είδος |
οργανισμός ή οργανισμοί που έχουν κοινά χαρακτηριστικά και συγκροτούν ένα φυσικό πληθυσμό ή ομάδες πληθυσμών, μέσα στους οποίους τα εξειδικευμένα γνωρίσματα των γονέων μεταβιβάζονται στους απογόνους τους. |
Έμβιος |
αυτός που έχει ζωή. Ο ζωντανός οργανισμός. |
Ενδημικό είδος |
το είδος που ζει μόνο μέσα σε έναν οριοθετημένο γεωγραφικό χώρο στον οποίο και έχει δημιουργηθεί. |
Ζωοκοινότητα |
το σύνολο των ζώων που συνυπάρχουν σε ένα βιότοπο. |
Ηθολογία |
η μελέτη της συμπεριφοράς των ζώων στις εκάστοτε συνθήκες του περιβάλλοντος. |
Θαλάσσιο πάρκο |
βλ. Εθνικά πάρκα |
Θήραμα |
άγριο ζώο που έχει θηρευτεί (σκοτωθεί ή συλληφθεί, ή που θεωρείται κατάλληλο για κυνήγι. |
Ισορροπία |
η κατάσταση κατά την οποία οι παράμετροι ενός πληθυσμού, κοινότητας ή οικοσυστήματος διατηρούνται, μέσα σε ορισμένα όρια, σταθερές για μεγάλη χρονική περίοδο. |
Καταφύγια θηραμάτων |
κηρύσσονται δασικές ή δασοσκεπείς περιοχές, πεδινές εκτάσεις ή ελώδεις περιοχές στις οποίες απαγορεύεται εντελώς, είτε ελέγχεται αυστηρά το κυνήγι, με σκοπό την προστασία και διάσωση του φυσικού περιβάλλοντος καθώς και τη διατήρηση, ανάπτυξη και εκμετάλλευση του θηραματικού πλούτου και της άγριας πανίδας. |
Κοινωνία |
ομάδα ή ομάδες ανθρώπων που συνδέονται μεταξύ τους και απαρτίζουν ένα αυτοδιαιωνιζόμενο σύνολο με τους δικούς του θεσμούς και το δικό του πολιτισμό. |
Λιμνολογία |
η επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των λιμναίων οικοσυστημάτων και γενικότερα με τη δομή και λειτουργία κάθε οικοσυστήματος των εσωτερικών υδάτων (λίμνες, ποτάμια, έλη). |
Λύματα |
τα ακάθαρτα νερά και οι κάθε είδους ρευστές ακαθαρσίες που προέρχονται από κατοικημένους χώρους και ρυπαίνουν το έδαφος και τα νερά (αστικά ή οικιακά λύματα). |
Μόλυνση |
η μορφή ρύπανσης που χαρακτηρίζεται από την παρουσία παθογόνων μικροοργανισμών στο περιβάλλον. |
Οικο- |
πρώτο συνθετικό όρων που σημαίνει σπίτι, οικιακό αγαθό, τόπος κατοικίας, φυσικός περίγυρος. |
Οικόθεση |
κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των σχέσεων των διαφόρων έμβιων όντων προς το περιβάλλον, καθώς και των αλληλεπιδράσεων που υπάρχουν μεταξύ τους. Η οικολογία ενδιαφέρεται για τους όρους και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν οι διάφοροι οργανισμοί και ερευνά τους παράγοντες που επιδρούν στη ζωή τους. |
Οικολογία |
η ''ταυτότητα'' ενός οργανισμού, δηλαδή το σύνολο των ειδικών χαρακτηριστικών του. |
Οικολογική ισορροπία |
η σχετικά σταθερή σχέση που διαμορφώνεται με την πάροδο του χρόνου ανάμεσα στους παράγοντες και τα στοιχεία του περιβάλλοντος ενός οικοσυστήματος. |
Οικολογικός |
ο σχετικός με την οικολογία. |
Οικολόγος |
ο ειδικευμένος βιολόγος. Αυτός που ασχολείται συστηματικά με την οικολογία. |
Οικοσύστημα |
φυσική ενότητα (χώρος) αποτελούμενη από βιοτικούς (βιοκοινότητες) και αβιοτικούς (βιότοπους) παράγοντες και στοιχεία που με τις αλληλεπιδράσεις τους αποτελούν ένα σταθερό και οριοθετημένο σύστημα στο οποίο τα πάντα βρίσκονται σε δυναμική ισορροπία μεταξύ τους. |
Οικοτουρισμός |
το είδος του τουρισμού που προσαρμόζεται στις ανάγκες της κοινωνίας, το φυσικό περιβάλλον και την οικονομία του κάθε τόπου, φέρνοντας έτσι τον άνθρωπο πιο κοντά στη φύση και στους παραδοσιακούς τρόπους ζωής. |
Οικότυπος |
ομάδα οργανισμών ενός είδους που αναπτύσσεται σε καθορισμένο περιβάλλον. |
Οργανισμός |
Ένα ζωντανό σύστημα αμοιβαία προσαρμοσμένων μερών τα οποία λειτουργούν από κοινού για τη διατήρηση ενός ενιαίου συνόλου. |
Περιβάλλον |
το σύνολο των φυσικών (βιοτικών-αβιοτικών) και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες. 'Όλα όσα περιτριγυρίζουν και επηρεάζουν κάτι. |
Περιβαλλοντικός |
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιβάλλον. |
Περιβα(λλο)ντολογία |
η μελέτη των όρων και συνθηκών διαμόρφωσης του περιβάλλοντος. |
Περιβα(λλο)ντολογικός |
ο σχετικός με την περιβαλλοντολογία. |
Περιβα(λλο)ντολόγος |
αυτός που ασχολείται συστηματικά με την περιβαλλοντολογία. |
Περιοχές απόλυτης προστασίας της φύσης |
χαρακτηρίζονται έτσι εκτάσεις με εξαιρετικά ευαίσθητα οικοσυστήματα, βιότοποι ή οικότοποι σπάνιων ή απειλούμενων με εξαφάνιση ειδών της αυτοφυούς χλωρίδας, ή άγριας πανίδας, ή εκτάσεις που έχουν αποφασιστική θέση στον κύκλο ζωής σπάνιων ή απειλούμενων με εξαφάνιση ειδών της άγριας πανίδας. |
Περιοχές προστασίας της φύσης |
χαρακτηρίζονται έτσι εκτάσεις μεγάλης οικολογικής ή βιολογικής αξίας. |
Πληθυσμός |
το σύνολο των ζωντανών μελών ενός είδους που βρίσκεται σε μια περιοχή. |
Πολιτιστική κληρονομιά |
χαρακτηρίζονται έτσι τα μνημεία (αρχιτεκτονικά έργα, οικοδομήματα αρχαιολογικού χαρακτήρα, έργα μνημειακής γλυπτικής, κ.ά.) Και οι χώροι (κοινά δημιουργήματα φύσης και ανθρώπου, αρχαιολογικοί χώροι, κ.ά.) Που έχουν ανεκτίμητη οικουμενική αξία από την άποψη της ιστορίας, της τέχνης, της επιστήμης, της εθνολογίας, της ανθρωπολογίας και της αισθητικής. |
Πολιτιστικό περιβάλλον |
τα μνημειακού χαρακτήρα οικοδομήματα και έργα του ανθρώπου που αποτελούν την πολιτιστική του κληρονομιά. |
Προσαρμογή |
το σύνολο των διαδικασιών και αλληλεπιδράσεων ενός οργανισμού με το περιβάλλον, διαμέσου των οποίων επιτυγχάνεται η επιβίωση και η ανάπτυξη του οργανισμού στο περιβάλλον αυτό. |
Προστασία του περιβάλλοντος |
το σύνολο των ενεργειών, μέτρων και έργων του ανθρώπου που έχουν στόχο την πρόληψη της υποβάθμισης του περιβάλλοντος (αβιοτικού και ανθρωπογενούς), ή την αποκατάσταση, διατήρηση, ή βελτίωσή του. |
Προστασία της φύσης |
το σύνολο των ενεργειών, μέτρων και έργων του ανθρώπου που έχουν στόχο την προστασία και διατήρηση του φυσικού περιβάλλοντος (αβιοτικού και κυρίως βιοτικού), ώστε να διασφαλίζονται οι φυσικές διεργασίες, η αποδοτικότητα των φυσικών πόρων, η ισορροπία και η εξέλιξη των οικοσυστημάτων καθώς και η ποικιλομορφία, η ιδιαιτερότητα, ή η μοναδικότητά τους. |
Προστατευόμενα στοιχεία τοπίου |
χαρακτηρίζονται έτσι τμήματα ή συστατικά στοιχεία του τοπίου που έχουν ιδιαίτερη αισθητική ή πολιτιστική αξία, ή συμβάλλουν στην προστασία ή αποδοτικότητα φυσικών πόρων λόγω των ιδιαίτερων φυσικών ή ανθρωπογενών χαρακτηριστικών τους. |
Προστατευόμενα τοπία |
χαρακτηρίζονται έτσι περιοχές μεγάλης αισθητικής ή πολιτιστικής αξίας και εκτάσεις που είναι ιδιαίτερα πρόσφορες για αναψυχή του κοινού ή συμβάλλουν στην προστασία ή αποδοτικότητα φυσικών πόρων, λόγω των ιδιαίτερων φυσικών ή ανθρωπογενών χαρακτηριστικών τους. Στα προστατευόμενα τοπία μπορεί να δίνονται με βάση τα κύρια χαρακτηριστικά τους, ειδικότερες ονομασίες όπως, αισθητικό δάσος, τοπίο άγριας φύσης, τοπίο αγροτικό, αστικό ή βιομηχανικό. |
Προστατευόμενοι φυσικοί σχηματισμοί |
χαρακτηρίζονται έτσι λειτουργικά τμήματα της φύσης ή μεμονωμένα δημιουργήματά της, που έχουν ιδιαίτερη επιστημονική, οικολογική ή αισθητική αξία, ή συμβάλλουν στη διατήρηση των φυσικών διεργασιών και στην προστασία φυσικών πόρων. Προστατευόμενοι φυσικοί σχηματισμοί που έχουν μνημειακό χαρακτήρα χαρακτηρίζονται ειδικότερα ως διατηρητέα μνημεία της φύσης. |
Προστατευτικά δάση |
χαρακτηρίζονται έτσι αυτά που φύονται σε κατωφέρειες και που προστατεύουν και συγκρατούν το έδαφος από καταπτώσεις, πλημμύρες και χείμαρρους. Επίσης αυτά που βρίσκονται στις όχθες ποταμών, ρεμάτων και θαλασσών και αυτά που προστατεύουν πηγές, ρέματα, τοπία ιστορικής αξίας, μνημεία, κ.ά. |
Ρύπανση |
η παρουσία στο περιβάλλον ρύπων (ουσιών, θορύβου, ακτινοβολίας, κ.ά.) σε ποσότητα, συγκέντρωση ή διάρκεια που μπορούν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, στους ζωντανούς οργανισμούς και στα οικοσυστήματα, ή και υλικές ζημιές και γενικά να καταστήσουν το περιβάλλον ακατάλληλο για επιθυμητή χρήση. |
Ρυπαντής |
η πηγή που εκλύει ρύπους. |
Ρύπος |
η ουσία ή το μέσον που προκαλεί ρύπανση. |
Συμπεριφορά |
η κίνηση, η αλλαγή, ή η αντίδραση ενός οργανισμού ή ενός συστήματος σε σχέση με την κατάστασή του ή το περιβάλλον |
Τεχνητό περιβάλλον |
το ανθρωπογενές περιβάλλον, δηλαδή οτιδήποτε έχει δημιουργήσει και προσθέσει ο άνθρωπος στο φυσικό περιβάλλον. |
Τοπίο άγριας φύσης |
βλ. Προστατευόμενα τοπία. |
Υγεία |
η κατάσταση πλήρους φυσικής, διανοητικής και κοινωνικής ευεξίας ενός ατόμου, μιας ομάδας ή του συνόλου του πληθυσμού. |
Υγροβιότοπος |
ο υγρότοπος που είναι βιότοπος υδρόβιων πτηνών. |
Υγρότοποι |
είναι ελώδεις περιοχές, βάλτοι, τυρφώνες ή νερά, φυσικά ή τεχνητά, μόνιμα ή παροδικά και με νερό που είναι στάσιμο ή τρεχούμενο, γλυκό, υφάλμυρο ή αλμυρό και στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και περιοχές με θαλάσσιο νερό, που το βάθος τους όμως σε περίοδο άμπωτης δεν υπερβαίνει τα 6μ. |
Υδροβιολογία |
επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των υδρόβιων οργανισμών (φυτικών και ζωικών) καθώς και όλων των παραμέτρων που επηρεάζουν τη ζωή στο υδάτινο περιβάλλον. |
Υδρόβιος |
ο οργανισμός που είναι προσαρμοσμένος να ζει βυθισμένος, κατά ένα μέρος ή ολόκληρος, μέσα στο νερό. |
Υλοτομία |
η κοπή των δέντρων του δάσους για αραίωμα, αποψίλωση ή εκμετάλλευση. |
Υποβάθμιση |
η πρόκληση από ανθρώπινες δραστηριότητες ρύπανσης ή οποιασδήποτε άλλης μεταβολής στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα ζωής και στην υγεία των κατοίκων, στην ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και στις αισθητικές αξίες. |
Φύση |
το φυσικό περιβάλλον. 'Όλος ο φυσικός κόσμος και οι νόμοι που τον διέπουν. |
Φυσική κληρονομιά |
χαρακτηρίζονται έτσι τα δημιουργήματα της φύσης (φυσικά μνημεία αποτελούμενα από φυσικούς και βιολογικούς σχηματισμούς), οι γεωλογικοί και φυσικογεωγραφικοί σχηματισμοί (που αποτελούν φυσικό περιβάλλον απειλούμενων ζωικών και φυτικών ειδών), καθώς και οι φυσικοί χώροι και οι φυσικές περιοχές που έχουν παγκόσμια αξία από την άποψη της επιστήμης, της αισθητικής, της διατήρησης της φύσης και της φυσικής ομορφιάς. |
Φυσικό περιβάλλον |
οτιδήποτε υπάρχει και δημιουργήθηκε ανεξάρτητα από τον άνθρωπο. Διακρίνεται σε αβιοτικό (έδαφος, νερό, ατμόσφαιρα) και βιοτικό περιβάλλον (φυτά, ζώα). |
Φυσικοί πόροι |
κάθε στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος που χρησιμοποιείται ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο για την ικανοποίηση των αναγκών του και αποτελεί αξία για το κοινωνικό σύνολο. |
Φυτοκοινότητα |
το σύνολο των φυτών που συνυπάρχουν σε ένα βιότοπο. |
Φωτοσύνθεση |
η διεργασία των χλωροφυλλούχων φυτών κατά την οποία το διοξείδιο τou άνθρακος και το νερό με τη βοήθεια του ηλιακού φωτός ενώνονται χημικά για να δημιουργήσουν τους πλούσιους σε ενέργεια υδατάνθρακες και οξυγόνο |
Χλωροφύλλη |
ο φυσικός καταλύτης (ουσία) ο οποίος βοηθά τα φυτικά κύτταρα να μετατρέψουν την ηλιακή ενέργεια σε χημική ενέργεια. |