Όροι

Από το βιβλίο του Νίκου Νέζη "Τα βουνά της Αττικής"




άβυσσος Βαθύ χάσμα στη γη. Γενικός χαρακτηρισμός του σπηλαιοβάραθρου.
αγαιωδαίτητος Αυτός που δε μετρήθηκε γεωδαιτικά. Αδιαίρετος ή αδιανέμητος τόπος.
αγιάζι Νυχτερινό ή πρωινό κρύο. Διαπεραστική υγρασία.
αγίασμα Μικρή πηγή νερού που θεωρείται ιερή. Η σταλαγμιτική λεκάνη που περιέχει νερό από σταγονορροή.
αετοράχη Απόκρημνη ράχη ψηλού βουνού προσιτή μονάχα στους αετούς.
αισθητικό δάσος Χαρακτηρίζεται έτσι ένα δάσος, με ιδιαίτερη οικολογική και γεωμορφολογική σημασία, με σκοπό την προστασία και συντήρησή του.
ακροβούνι Η κορυφή του βουνού.
ακρώρεια Κορυφή, βουνοκορφή.
αλπικός Αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Άλπεις αλλά και γενικότερα στα ψηλά βουνά. Λέγεται και Άλπειος.
αλπινισμός Η ανάβαση στις Άλπεις και γενικά στα ψηλά βουνά. Η ολοκληρωμένη ορειβασία (βλ. λέξη). Για τις αναβάσεις απαιτούνται ειδικές γνώσεις και εφαρμόζεται η τεχνική της αναρρίχησης βράχου - πάγου ( μικρού ή μεγάλου βαθμού δυσκολίας, και με τη χρήση διάφορων βοηθητικών οργάνων).
αλπινιστής Αυτός που ανεβαίνει ή αναρριχιέται στις Άλπεις και γενικά στα ψηλά βουνά. Αυτός που επιδίδεται στον αλπινισμό. Γενικότερα ο ορειβάτης.
ανάγλυφο Η τρισδιάστατη απεικόνιση της μορφολογίας του εδάφους.
ανάγλυφοι χάρτες Λέγονται και τοπογραφικά ανάγλυφα και αποτελούν πραγματική μικρογραφία του εδάφους με όλες τις επιπεδομετρικές λεπτομέρειες.
αναγνώριση Εργασία που γίνεται πριν από κάθε γεωδαιτική ή ταχυμετρική μέτρηση στο έδαφος και αφορά την ανεύρεση παλιών τριγωνομετρικών σημείων ή την εγκατάσταση νέων.
αναδάσωση Δημιουργία δάσους σε έδαφος που έχει εξαφανιστεί η δασική του βλάστηση.
αναρρίχηση Το σκαρφάλωμα. Η ανάβαση σε κορυφή βουνού με εφαρμογή της αναρριχητικής τεχνικής βράχου ή πάγου.
αναρριχητής Αυτός που αναρριχιέται. Αυτός που επιδίδεται στην αναρρίχηση.
αναρριχιέμαι Σκαρφαλώνω σ' ένα κάθετο ή πολύ επικλινές μέρος με τη βοήθεια των χεριών και των ποδιών ή και άλλων μέσων.
ανεμολογία Κλάδος της Μετεωρολογίας που ασχολείται με την επιστημονική μελέτη των ανέμων.
ανεμολόγιο Κυκλικό διάγραμμα που χρησιμοποιείται στις μαγνητικές πυξίδες και στις παρατηρήσεις της διεύθυνσης του ανέμου. Διαιρείται σε 8 ή 16 μέρη που δείχνουν τους κύριους ανέμους ή τ' αντίστοιχα σημεία του ορίζοντα.
ανεμοσούρι Σωρός από χιόνι που σχηματίζεται από ανεμοστρόβιλους κατά τις χιονοθύελλες.
ανεμότρυπα Μικρό άνοιγμα σε βράχο απ' όπου βγαίνει ρεύμα αέρα. (Συνήθως κρύβει κάποιο σπήλαιο).
ανθρωπογεωγραφία Κλάδος της Γεωγραφίας που μελετά την επίδραση του εδάφους και του κλίματος πάνω στον άνθρωπο.
αντάρα Η κακοκαιρία πάνω στο βουνό. Η μαυρίλα του ουρανού.
αντέρεισμα Το τμήμα του βουνού που βρίσκεται μεταξύ δύο διαδοχικών χαραδρών. Η δευτερεύουσα κορυφογραμμή ενός βουνού που εκτείνεται πλάγια ή κάθετα από την κύρια κορυφογραμμή.
αντίκλινο Πτυχή ή πτυχωμένο σύστημα γεωλογικών στρωμάτων με μορφή αψίδας.
αντικλιτύς Η κατηφορική επιφάνεια ενός λόφου ή βουνού, η αντίθετη (απέναντι) προς την κύρια κλιτύ (πλαγιά).
άντρο Σπήλαιο, κοίλωμα ή όρυγμα μέσα σε βράχο (όταν κυρίως χρησιμοποιείται για κατοικία ανθρώπων ή ζώων).
απόκλιση Η κλίση προς τα κάπου, η εκτροπή. Μαγνητική απόκλιση είναι η γωνία που σχηματίζει η διεύθυνση του μαγνητικού με το γεωγραφικό βορρά (γεωγραφικό μεσημβρινό). Για τον ακριβή προσανατολισμό ενός χάρτη πρέπει να γνωρίζουμε την τιμή της ετήσιας μαγνητικής απόκλισης.
αποψίλωση Η αφάνιση της βλάστησης. Η διάνοιξη διαδρόμων μέσα στο δάσος ώστε να εξασφαλίζεται η παρατήρηση με το γεωδαιτικό ή τοπογραφικό όργανο.
Α.Σ.Μ. Αριθμός Σπηλαιολογικού Μητρώου. Όλα τα σπήλαια, βάραθρα και λοιπές καρστικές μορφές που έχουν καταγραφεί και ερευνηθεί από την Ε.Σ.Ε. (Ελληνική Σπηλαιολογική Εταιρεία), παίρνουν έναν αριθμό μητρώου που αντιστοιχεί και στο φάκελο του που τηρείται στην Ε.Σ.Ε. και περιέχει όλα τα στοιχεία του.
άσυλο Κοίλωμα κάτω από βράχο (στέγαστρο) που χρησιμεύει για καταφύγιο ζώων ή ανθρώπων.
ατραπός Μονοπάτι. Φυσική στενή όδευση στα πολύ ορεινά μέρη, βατή μόνο σε πεζούς. Οι ατραποί δημιουργήθηκαν από τη συχνή διέλευση μικρών άγριων ζώων και αιγοπροβάτων. Στα πολύ ορεινά και απόκρημνα εδάφη είναι δύσβατες και μόνο το καλοκαίρι είναι βατές.
αυχένας Το χαμηλότερο σημείο μιας κορυφογραμμής που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο διαδοχικών κορυφών. Από το σημείο αυτό ξεκινούν δύο αντίθετης ροής κοιλότητες που εξελίσσονται σε ρεματιές καθώς κατέρχονται. Το σημείο αυτό είναι συνήθως και ορεινή διάβαση.
αχλή Η ελαφριά θολούρα που παρατηρείται στον ορίζοντα κατά τις καλοκαιρινές βασικά ημέρες σε αίθριο ουρανό και που μοιάζει μ' ένα είδος ομίχλης, χωρίς όμως να είναι.
βάθος Η κατακόρυφη απόσταση από την επιφάνεια εδαφικής κοιλότητας (π.χ. βαράθρου) μέχρι τον πυθμένα της. Η οριζόντια απόσταση από την είσοδο μέχρι του πιο μακρινού σημείου ενός χώρου (π.χ. σπηλαίου).
βαθύπεδο Πεδιάδα που βρίσκεται ανάμεσα σε βουνά και το έδαφός της είναι χαμηλότερο από τη γύρω επιφάνεια.
βάραθρο Βαθύ και απόκρημνο ρήγμα στη γη. Απόκρημνο πηγάδι.
βαρόμετρο Όργανο που χρησιμεύει στη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης.
βλάστηση Η ποσότητα και ο τρόπος κατανομής των φυτικών ειδών σ' έναν τόπο ή χώρα.
βουνό Ύψωμα της επιφάνειας της γης που έχει όλα τα χαρακτηριστικά του όρους (βλ. λέξη) και το ύφος του, από τους πρόποδες μέχρι την κορυφή του, ξεπερνά τα 300 μ. Βουνό συνηθίζεται να λέγεται και μία κάπως ανεξάρτητη κορυφή ενός μεγάλου ορεινού όγκου.
βουνοκορφή Η κορυφή του βουνού, κορφοβούνι.
βουνοπλαγιά Η πλαγιά του βουνού.
βουνοπορία Ορεινή διάβαση. Κλεισούρα, δερβένι
βουνοσειρά Σειρά από βουνά, οροσειρά.
βουνότοπος Ορεινή περιοχή.
βράχος Συμπαγής και ογκώδης πέτρα.
γεωγραφία Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη και περιγραφή της επιφάνειας της γης μαζί με τα φαινόμενα της. Σύγγραμμα που πραγματεύεται γεωγραφικό Θέμα.
γεωδαισία Επιστήμη που ασχολείται με την ακριβή καταμέτρηση της γης για τον προσδιορισμό και την αναπαράσταση του μεγέθους και της μορφής της.
γεωδαισιμετρία Καταμέτρηση της γης σύμφωνα με τις μεθόδους της γεωδαισίας.
γεωδυναμική Κλάδος της Γεωλογίας που ασχολείται με τις δυνάμεις που προκαλούν αλλοιώσεις της μορφής της Γης.
γεωλογία Επιστήμη που ασχολείται με τη σύσταση, την κατασκευή και την ιστορία της Γης καθώς και με τις δυνάμεις που επενέργησαν για την εξέλιξή της και εξακολουθούν να επενεργούν και σήμερα.
γεώσφαιρα Η γήινη σφαίρα και κυρίως το στέρεο μέρος της.
γεωφυσική Επιστήμη που μελετά τη φυσική διάπλαση της Γης, δηλαδή τη γένεση των ηπείρων και των ωκεανών.
γήλοφος Φυσικό μικρό χωμάτινο ύψωμα, τούμπα.
γκρεμός Ψηλός και απότομος βράχος. Απότομη πτώση εδάφους. Βάραθρο.
γούβα Κοίλωμα που συγκρατεί νερό πηγαίο, βρόχινο ή από σταγονορροή. Γούρνα.
γούπατο Επιφανειακή κοιλότητα εδάφους. Δολίνη.
δασολογία Επιστήμη που ασχολείται με τη σύσταση, διατήρηση, καλλιέργεια και εκμετάλλευση των δασών.
δασοπονία Πρακτικός κλάδος της Δασολογίας που ασχολείται με την περιποίηση και εκμετάλλευση των δασών.
δάσος Περιοχή με πολλά δέντρα, κυρίως άγρια. Λόγγος, ρουμάνι.
δάσωση Το φύτεμα μιας περιοχής με δέντρα ώστε να γίνει δάσος.
δέντρο Κάθε φυτό με αποξυλωμένο μόνο κορμό που διακλαδίζεται σε ορισμένο ύφος.
διάκλαση Η σπηλαιώδης ρωγμή εδάφους στο εσωτερικό σπηλαίου ή βαράθρου. Επιφάνεια διαχωρισμού (ιζηματογενών και εκρηξιγενών) πετρωμάτων χωρίς να γίνει σχετική μετακίνηση.
διάσελο Ο αυχένας (βλ. λέξη) μεταξύ δύο διαδοχικών κορυφών ή δύο λόφων. Το πέρασμα από τα χαμηλότερα σημεία κορυφογραμμής.
δολίνη Κοίλωμα στρογγυλού ή ελλειψοειδούς σχήματος που δημιουργήθηκε από καταβύθιση του ασβεστολιθικού πετρώματος μιας περιοχής. Οι συνηθισμένες διαστάσεις μιας δολίνης είναι διάμετρος 20-50 μ. και βάθος 5-10 μ.
δρυμός Δάσος με πολλά πυκνά και μεγάλα δέντρα. Τόπος όπου φυτρώνουν πολλές δρυς.
έγκοιλο Το σπήλαιο ή το κοίλωμα.
εδαφολογία Επιστήμη που εξετάζει τη γένεση και τις ιδιότητες του εδάφους, καθώς και τους μετασχηματισμούς που γίνονται σ΄ αυτό.
έδαφος Το ανώτατο στρώμα του γήινου φλοιού, η επιφάνεια όπου πατάμε, κτίζουμε, καλλιεργούμε κ.τ.λ.
εθνικός δρυμός Χαρακτηρίζεται έτσι μία επιβλητική σε φυσική ομορφιά περιοχή, με σκοπό την προστασία και αύξηση της χλωρίδας και της πανίδας της, τη διατήρηση της γεωμορφολογίας και την προστασία των φυσικών καλλονών της. Ο εθνικός δρυμός αποτελείται από τον πυρήνα όπου γίνεται η καθαυτό προστασία της Φύσης και από την περιφερειακή ζώνη. Στη χώρα μας υπάρχουν σήμερα 10 Εθνικοί Δρυμοί.
εκδρομή Σύντομο ατομικό ή ομαδικό ταξίδι με επιστροφή, που γίνεται για αναψυχή ή για επίσκεψη αξιοθέατων.
εκδρομισμός Η κίνηση για τη δημιουργία ομαδικών εκδρομών.
εκτροπή Απόκλιση (βλ. λέξη).
έλος Κοίλη έκταση εδάφους που καλύπτεται από λιμνάζοντα αβαθή νερά, Βάλτος, τέλμα.
εξοχή Η ύπαιθρος, τα χωράφια, οι βοσκότοποι.
ζυγός Κορυφογραμμή (βλ. λέξη).
θάμνος Πολυετές φυτό χαμηλού ύψους που δεν έχει κεντρικό κορμό.
θρακιά Ονομάζεται έτσι το βάραθρο, από τους Αλβανόφωνους κατοίκους των Μεσόγειων και της Λαυρεωτικής.
ισοϋψείς καμπύλες (υψομετρικές) Οι καμπύλες που χαράσσονται στους τοπογραφικούς χάρτες και που συνδέουν όλα τα σημεία του ίδιου ύψους. Αποδίδουν με μεγάλη σαφήνεια πάνω στο χάρτη τις υψομετρικές διαφορές του εδάφους.
καταβόθρα Βάραθρο με υπόγεια φυσική σήραγγα απ' όπου φεύγουν (χάνονται) τα νερά μιας περιοχής (λίμνης-ποταμού). Βάραθρα-καταβόθρες, συντελούν και στην αποστράγγιση επιφανειακών εκτάσεων, που εξελίσσονται μετά σε καλλιεργήσιμες.
κατάκορφα Ακριβώς πάνω στην κορυφή.
καταράχι Το πιο ψηλό μέρος της ράχης ενός βουνού, η κορυφογραμμή.
καταφύγιο Το μέρος στο οποίο καταφεύγει κανείς για ασφάλεια. Καταφύγια ονομάζονται και τα οικήματα που έχουν κτίσει διάφοροι ορειβατικοί - φυσιολατρικοί Σύλλογοι στα βουνά, με κύριο σκοπό την εξυπηρέτηση των ορειβατών - φυσιολατρών.
κατολίσθηση Η απόσπαση και το κατρακύλισμα, με μεγάλη ταχύτητα, μαζών πετρωμάτων και χωμάτων από τα βουνά (από διάβρωση ή αποσάθρωση) με καταστροφικά συνήθως αποτελέσματα.
κλεισούρα Στενή διάβαση μεταξύ δύο βουνών ή δύσβατων τόπων.
κλίμα Το σύνολο των μετεωρολογικών συνθηκών που επικρατούν σ' έναν τόπο και χαρακτηρίζουν την ατμοσφαιρική κατάσταση του.
κλίμακα χάρτη Είναι η σταθερή αναλογία των μηκών των γραμμών του χάρτη προς τις αντίστοιχες γραμμές του εδάφους. Π.χ. κλίμακα χάρτη 1 50.000, 1 εκ. αντιστοιχεί σε 500 μ. κ.τ.λ. 100.000 σημαίνει ότι μία απόσταση στο χάρτη 1 εκ. αντιστοιχεί στο έδαφος με 1.000 μ. Σε κλίμακα 1
κοιλάδα Μικρή και επιμήκης πεδιάδα ανάμεσα σε βουνά ή λόφους.
κοίτη Κοιλότητα του εδάφους μέσα στην οποία ρέει ποτάμι ή ρυάκι.
κορυφή Το ψηλότερο σημείο ενός υψώματος, λόφου ή βουνού.
κορυφογραμμή Η ψηλότερη γραμμή των πλαγιών του βουνού που περνά από τις κορυφές και τους αυχένες του και αποτελεί τη γραμμή διαχωρισμού των νερών της βροχής. Υδροκρίτης.
κορφοβούνι Η κορυφή του βουνού, βουνοκορφή.
κρυοπάγημα Η νέκρωση των άκρων του ανθρώπινου σώματος από το πολύ ψύχος.
κρύσταλλο Διαφανής και καθαρός πάγος.
λαγκάδα Μεγάλο λαγκάδι, λαγκαδιά.
λαγκάδι Στενή δασωμένη κοιλάδα.
λάκκα Μέρος χαμηλότερο από τα γύρω του, βαθούλωμα. Ξέφωτο, τόπος άδενδρος τριγυρισμένος από δέντρα.
λειμώνας Το λιβάδι, ο βοσκότοπος.
λιβάδι Τόπος γεμάτος χλόη κατάλληλος για βοσκοτόπι.
λίμνη Μεγάλο φυσικό ή τεχνητό κοίλωμα της γης γεμάτο νερό.
λόγγος Πυκνό δάσος γεμάτο θάμνους. Ρουμάνι.
λούτσα Μικρή κοιλότητα γης με ακάθαρτο νερό. Περιοδική μικρή λίμνη.
λόφος Ύψωμα της επιφάνειας της γης μέχρι 300 μ.
λόχμη Πολύ πυκνό μέρος του δάσους γεμάτο θάμνους, όπου φωλιάζουν άγρια ζώα ή Θηράματα.
μαδάρα Περιοχή, πάνω σε βουνό, γυμνή από βλάστηση, σπανή.
μετεωρολογία Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ατμοσφαιρικών φαινομένων και αποσκοπεί στη γνώση του κλίματος μιας χώρας και στην πρόγνωση του καιρού.
μονοπάτι Ανώμαλος στενός δρομίσκος στο ύπαιθρο, βατός μόνο από έναν άνθρωπο ή ζώο (βλ. ατραπός).
μορφολογία Κλάδος της Γεωγραφίας που μελετά την εξωτερική επιφάνεια της γης.
μυτίκι Πολύ μυτερή κορυφή. Απότομος αιχμηρός βράχος.
νεροσυρμή Φυσικό κατωφερικο αυλάκι, μέσα στο οποίο τρέχουν τα νερά της βροχής
ξάγναντο Τόπος απ' όπου μπορεί κανείς να βλέπει μακριά.
ξέφωτο Ανοικτό μέρος μέσα στο δασός χωρίς δέντρα. Ηλιόλουστο μέρος που δε σκιάζεται από τίποτα. Λάκα.
<οδοιπόρος Αυτός που πηγαίνει κάπου με τα πόδια. Στρατοκόπος, πεζοπόρος.
οικολογία Κλάδος της Βιολογίας που ασχολείται με τη μελέτη των σχέσεων των διαφόρων έμβιων oντων προς το περιβάλλον καθώς και των αλληλοεπιδράσεων που υπάρχουν μεταξύ τους. Η οικολογία ενδιαφέρεται για τους όρους και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν διάφοροι οργανισμοί και ερευνά τους παράγοντες που επιδρούν στη ζωή τους.
ομίχλη Σύννεφο από υδρατμούς που αγγίζει την επιφάνεια του εδάφους και εμποδίζει την ορατότητα. Θολούρα, καταχνιά.
ορειβασία Η ανάβαση στα ψηλά βουνά (όρη). Υπάρχουν δύο μορφές ορειβασίας η απλή ορειβασία που χαρακτηρίζεται και ορεινή πεζοπορία (βλ. λέξη) και η ολοκληρωμένη ορειβασία που αποτελεί και εκφράζει ο αλμπινισμός - η τέλεια μορφή ορειβασίας
ορειβάτης Αυτός που ανεβαίνει στα ψηλά βουνά. Αυτός που επιδίδεται στην ορειβασία, ο αλπινιστής.
ορειβατικός Αυτός που αναφέρεται στην ορειβασία. Ο αρμόδιος για τη διάβαση των βουνών ή την ανάβαση σ΄ αυτά.
ορεινή πεζοπορία Είναι η απλή ορειβασία, δηλαδή η ανάβαση, οποιαδήποτε εποχή και σε οποιοδήποτε βουνό, από μέρη όμως που γενικά χαρακτηρίζονται βατά και δεν απαιτούν για τη διάβαση ή ανάβασή τους ειδικές γνώσεις και σύνεργα. (Η ανάβαση σε όλα σχεδόν τα ελληνικά βουνά το καλοκαίρι και σε αρκετά και το χειμώνα γίνεται με απλή ορειβασία δηλ. ορεινή πεζοπορία).
ορεινός Αυτός που ανήκει στο βουνό (Όρος). Τόπος γεμάτος βουνά.
ορεινός όγκος Βουνό με πολυσύνθετη όψη. Ομάδα βουνών που συνδέονται μεταξύ τους.
ορεινό συγκρότημα Αποτελείται από πολλούς ορεινούς όγκους ή και οροσειρές.
ορεογραφία Κλάδος της Φυσικής Γεωγραφίας που ασχολείται με την περιγραφή των βουνών και την αποτύπωσή τους σε χάρτες.
οροπέδιο Μεγάλη επίπεδη έκταση, ή ελαφρά λοφώδης, πάνω σε βουνό που περιορίζεται ολόγυρα από κορυφές ή απότομες πλαγιές.
όρος Ύψωμα της επιφάνειας της γης που ξεπερνά τα 1.000 μ. Λέγεται και βουνό. Παρουσιάζει κορυφή, πλαγιές και πρόποδες, είναι επιβλητικό και έχει σύνθετη όψη, αφού αποτελείται συνήθως από πολλές ανάγλυφες μορφολογικές μονάδες Βρίσκεται μόνο του, ή μαζί με άλλα βουνά κατά σειρές (οροσειρά), ή κατά ομάδες (ορεινός όγκος - ορεινό συγκρότημα).
οροσειρά Σειρά βουνών που συνδέονται μεταξύ τους. Αλυσίδα βουνών.
ορόσημο Σημείο (π.χ. από πέτρα - ξύλο - τσιμέντο) που δείχνει το σύνορο (όριο) μιας έκτασης.
όρυγμα Το άντρο, το κοίλωμα, το τεχνητό σπήλαιο.
παγετώνας Μεγάλη έκταση πάγου σε βουνά ή πολικές περιοχές. Μεγάλη μάζα πάγου, που κατεβαίνει από τα βουνά στις κοιλάδες με συνεχή κίνηση, αλλά με πάρα πολύ μικρή ταχύτητα.
πάγος Στερεοποιημένο νερό από την επίδραση χαμηλής θερμοκρασίας (κάτω του Οο C).
πανίδα Το σύνολο των ζώων μιας περιοχής ή χώρας.
παραπόταμος Μικρό ποτάμι που χύνεται σε άλλο μεγαλύτερο.
παρυφή Άκρη, όριο. Το τέλος δάσους ή βουνού.
πάχνη Λεπτή παγωμένη δροσιά που επικάθεται κατά τις ψυχρές νύχτες στα φύλλα των φυτών και στην επιφάνεια του εδάφους.
πεδιάδα Μεγάλη και ομαλή έκταση γης.
πεζοπορία Πορεία με τα πόδια.
πεζοπόρος Αυτός που πραγματοποιεί πορείες με τα πόδια.
περιβάλλον Το σύνολο των γεωγραφικών, φυσικών και κοινωνικών συνθηκών ή παραγόντων εντός των οποίων γεννιέται κάτι, ζει και αναπτύσσεται. ' Όλα όσα μας περιτριγυρίζουν.
πέτρωμα Το υλικό από το οποίο αποτελείται ο στέρεος φλοιός της Γης. Μεγάλη μάζα ορυκτών τα οποία έχουν την ίδια σύσταση, δομή και προέλευση.
πηγάδι Γενική κοινή ονομασία του βαράθρου.
πηγή Σημείο από το οποίο αναβλύζει νερό.
πλαγιά Η κατηφορική πλευρά ενός λόφου ή βουνού. Κλιτής.
πόλγη Μεγάλη και εκτεταμένη δολίνη. Αποξηραμένη λίμνη.
ποταμός Ογκώδες ρεύμα γλυκού νερού που ξεκινά από πηγές, σχηματίζει κοίτη και χύνεται σε θάλασσα ή λίμνη.
πρόποδες Το κατώτερο μέρος λόφου ή βουνού από το οποίο αρχίζει η κλίση αυτού.
προσανατολισμός Ο σαφής προσδιορισμός πορείας ή θέσης, σε σχέση με τα σημεία του ορίζοντα ή τα γύρω.
πυξίδα Όργανο που χρησιμεύει για τον προσανατολισμό. Είναι μία μικρή ή μεγάλη θήκη που περικλείει τη μαγνητική βελόνα.
πυξίδα Η ανώτερη επιφάνεια επιμήκους υψώματος, κορυφογραμμή.
ρέμα Κοίτη χειμάρρου.
ρεματιά Μικρή χαράδρα. Η κοίτη χειμάρρου.
ρίζα Οι πρόποδες λόφου ή βουνού.
ριζοβούνι Οι πρόποδες του βουνού.
ρουμάνι Πυκνό δάσος. Λόγγος.
ρυάκι Μικρό ρεύμα νερού. Μικρό ποτάμι.
σάρα Πολύ κατηφορικό μέρος σε πλαγιά βουνού, σκεπασμένο με σαθρά συνήθως χαλίκια και πέτρες. Σωρός από πέτρες σε κοίτη χειμάρρου.
σκι Η χιονοδρομία (βλ. λέξη). Το χιονοπέδιλο.
σπήλαιο Φυσικό βαθύ κοίλωμα, απλό ή πολυδαίδαλο, μέσα σε βράχους ή κάτω από το έδαφος. Το κλασσικό έγκοιλο.
σπηλαιοβάραθρο Μικτό σπήλαιο. (Ανοίγεται σαν σπήλαιο και έχει στο εσωτερικό του βάραθρο ή αντίστροφα).
σπηλαιολογία Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη και έρευνα των σπηλαίων, των βαράθρων, καθώς και άλλων καρστικών μορφών.
σταλαγμίτης Στήλη από ανθρακικό ασβέστιο, σχήματος συνήθως κώνου ή μαστού, που σχηματίζεται στο δάπεδο πολλών σπηλαίων, από σταγόνες νερού που πέφτουν από την οροφή τους ή από τους σταλακτίτες.
σταλακτίτης Στήλη από ανθρακικό ασβέστιο, σχήματος συνήθως κώνου ή μαστού, που κρέμεται από την οροφή πολλών σπηλαίων και σχηματίζεται από σταγόνες νερού που πέφτουν από την οροφή τους εντός αυτών (Οι σταλακτίτες έχουν τρύπα στη μέση τους απ' όπου διαρρέουν οι σταγόνες).
στέγαστρο Το αβαθές κοίλωμα κάτω από όρθιο βράχο.
στρατοκόπος Οδοιπόρος, πεζός ταξιδιώτης.
σύδεντρο Μέρος με πολλά δέντρα.
συστάδα Πυκνή ομάδα δέντρων.
τοπογραφία Είναι το σύνολο των γνώσεων και των μεθόδων που είναι απαραίτητες για την αναπαράσταση, σ' ένα φύλλο χαρτί, σε οριζόντια προβολή και σε σμίκρυνση, μιας εδαφικής επιφάνειας με όλα της τα φυσικά ή τεχνητά αντικείμενα.
τοπωνύμιο Το όνομα ενός τόπου, μιας θέσης κ.τ.λ.
τούμπα Μικρό ύψωμα, γήλοφος.
τούρλα Στρογγυλό ύψωμα. Μυτερή κορυφή.
τραβέρσα Πέρασμα μιας περιοχής με πλάγια ή σχεδόν διαγώνια πορεία.
τριγωνομετρικό σημείο Ορατό σημείο στην κορυφή ενός υψώματος, στο οποίο έχει γίνει μέτρηση μεγάλης ακρίβειας. Το σημείο αυτό δείχνεται κατά κανόνα, μ' ένα τσιμεντένιο κολονάκι. Στα τριγωνομετρικά σημεία στηρίζεται η τοπογραφία για την πλήρη αναπαράσταση του εδάφους.
τρύπα Γενική κοινή ονομασία του σπηλαίου ή του βαράθρου.
υδρογραφία Επιστήμη που μελετά τη μορφολογία και φυσική κατάσταση των θαλασσών και των ακτών.
υδρολογία Επιστήμη που μελετά την κατανομή και κυκλοφορία των υδάτων στο έδαφος και υπέδαφος καθώς και τα φυσικά φαινόμενα που συνδέονται μ' αυτά.
υπέδαφος Το αμέσως κάτω του εδάφους στρώμα του φλοιού της Γης που περιέχει συνήθως το μεταλλευτικό πλούτο μιας περιοχής ή χώρας.
υπώρεια Οι πρόποδες λόφου ή βουνού.
υψίπεδο Πεδιάδα που βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο.
υψόμετρο Το ύφος (η κατακόρυφη απόσταση) ενός σημείου από τη μέση στάθμη της επιφάνειας της θάλασσας. Οι ορειβάτες συνηθίζουν να λένε υψόμετρο και το τσιμεντένιο κολονάκι που υπάρχει σε διάφορες κορυφές και αποτελεί ένα σημείο του τριγωνομετρικού δικτύου της χώρας.
ύψωμα Μικρή έξαρση της επιφάνειας του εδάφους, λοφίσκος.
φαράγγι Βαθιά και στενή χαράδρα, με απόκρημνες πλευρές. Βαθύ χάσμα ανάμεσα σε βουνά. Το φαράγγι είναι μια επιφανειακή καρστική μορφή.
φρύδι Το χείλος κρατήρα, γκρεμού, απότομου βράχου κ.τ.λ. Η κορυφογραμμή. Η χαρακτηριστική γραμμή υψώματος που διαχωρίζει την ανώτερη επιφάνειά του (κορυφή ή πλάκα) από τη μέση (τον κορμό).
φύση Το σύνολο των όντων του Σύμπαντος, όλος ο φυσικός κόσμος και οι νόμοι που τον διέπουν.
φυσιολάτρης Αυτός που λατρεύει τη Φύση, που αγαπά τη φυσική ζωή και τη διαμονή στο ύπαιθρο. (εκδρομές - πεζοπορίες - ορειβασίες - θαλάσσια μπάνια κ.τ.λ.).
φυσιολατρεία Η λατρεία της Φύσης και η αγάπη για την υπαίθρια ζωή.
χαλάζι Συμπαγή και σκληρά, συνήθως σφαιρικά, κομμάτια πάγου (διαμέτρου 0,5-2 εκ.) που σχηματίζονται στην ατμόσφαιρα σε μεγάλο ύφος, πέφτουν ορμητικά στο έδαφος και προξενούν μεγάλες καταστροφές.
χαράδρα Μακρόστενο βαθύ χάσμα, κυρίως στις πλαγιές των βουνών, που σχηματίστηκε από τη διάβρωση των χειμάρρων.
χάρτης Είναι η αναπαράσταση, σ΄ ένα φύλλο χαρτί, όλων των φυσικών ή τεχνητών λεπτομερειών του εδάφους, σε οριζόντια προβολή και σε σμίκρυνση.
χαρτογραφiα Η τέχνη σύνταξης γεωγραφικών ή τοπογραφικών χαρτών.
χάσμα Ρήγμα στη γη, βάραθρο.
χείμαρρος Ορμητικό ρεύμα νερού που σχηματίζεται από τις βροχές και το λιώσιμο των χιονιών και το οποίο έχει μεγάλη διαβρωτική δύναμη.
χιόνι Οι υδρατμοί της ατμόσφαιρας που από το πολύ κρύο γίνονται πολύ λεπτοί άσπροι κρύσταλλοι (νιφάδες) και πέφτουν στο έδαφος.
χιονιάς Ψυχρός άνεμος με χιόνι.
χιονίστρα Μικρό κρυοπάγημα. Εξόγκωμα των δακτύλων, της μύτης ή των αυτιών, από το πολύ κρύο.
χιονοδρομία Η τέχνη γλιστρήματος και αλμάτων πάνω στο χιόνι με χιονοπέδιλα (σκι). Διακρίνεται σε απλή και αγωνιστική χιονοδρομία.
χιονοδρόμος Αυτός που κάνει χιονοδρομίες (σκι).
χιονοπέδιλο Ειδικό πέδιλο κατάλληλο για γλίστρημα στο χιόνι (σκι).
χιονοστιβάδα Μεγάλη μάζα χιονιού και πάγου που αποσπάται από τις πλαγιές των βουνών και κυλά προς τα κάτω με μεγάλη ταχύτητα. Προκαλείται από τη δημιουργία ρηγμάτων στη μάζα του επισωρευμένου χιονιού.
χιονότρυπα Φυσικό βάραθρο που διατηρεί χιόνι.
χλωρίδα Το σύνολο και το είδος των φυτών μιας περιοχής ή χώρας που φυτρώνουν μονα τους.

© Copyright Oreivatein 1997-2017 - All rights reserved